επιδημία

επιδημία
η (AM ἐπιδημία) [επιδημώ]
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων τής ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία τού Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδημία — ἐπιδημίᾱ , ἐπιδημία stay in a place fem nom/voc/acc dual ἐπιδημίᾱ , ἐπιδημία stay in a place fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδημία — επιδημία, η και πιδημία, η 1. (ιατρ.), ταυτόχρονη προσβολή μεγάλου αριθμού ατόμων σ έναν τόπο από ορισμένη μολυσματική αρρώστια: Επιδημία χολέρας. 2. η ίδια η διαδομένη αρρώστια: Εφέτος είχαμε πολλές επιδημίες. 3. μτφ., για κακά που συμβαίνουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδήμια — ἐπιδήμια, τὰ (AM) ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδημίᾳ — ἐπιδημίαι , ἐπιδημία stay in a place fem nom/voc pl ἐπιδημίᾱͅ , ἐπιδημία stay in a place fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδήμια — ἐπιδήμιος among the people neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επιδημία Μαζάρι — Τίτλος έργου ανώνυμου συγγραφέα του 15ου αι. που έζησε στο Βυζάντιο. Το κείμενο έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη της νεοελληνικής που μιλούσαν στην περιοχή της Πελοποννήσου, την εποχή του συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδημίας — ἐπιδημίᾱς , ἐπιδημία stay in a place fem acc pl ἐπιδημίᾱς , ἐπιδημία stay in a place fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημίαι — ἐπιδημία stay in a place fem nom/voc pl ἐπιδημίᾱͅ , ἐπιδημία stay in a place fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πιδημίαν — ἐπιδημίᾱν , ἐπιδημία stay in a place fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημίαν — ἐπιδημίᾱν , ἐπιδημία stay in a place fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”